Είτε με τον Άι Βασίλη, τον αληθινό εκ Καισάρειας, είτε με τον Santa Claus της Coca-Cola, εμείς σας ευχόμαστε Καλή Χρονιά, με υγεία για εσάς, αλλά και για την Φύση, δηλαδή, με κρύα, βροχές και χιόνια, να ξαναζωντανέψουν οι εληές.
Και μια άλλη ευχή, ανεξαρτήτως πολιτικών, θρησκευτικών, πεποιθήσεων. Πέρασαν τα Χριστούγεννα, ο Χριστός στη φάτνη, η Παναγία και ο Ιωσήφ, οι μάγοι με τα δώρα, ο κακός Ηρώδης. Σε εκείνα τα ίδια χώματα της Βηθλεέμ συνεχίζεται τις μέρες μας ένας πόλεμος με θύματα πολλές χιλιάδες άμαχους, παιδιά, οικογένειες, ηλικιωμένους, ανήμπορους, εν μέσω μιας γενικής σιωπής. Η χώρα μας, ο λαός μας, έχουν ζήσει παρόμοιες καταστροφές και σήμερα έχουν τα προνόμια της ειρήνης, της ευημερίας, της δημοκρατίας. Της ευαισθησίας, εν έτει 2.023 μ.Χ;
Βασίλης Ζαμπούνης
~~~~~
Ακολουθεί η αναδημοσίευση ενός πάντοτε επίκαιρου άρθρου της κας. Αικατερίνης Πολυμέρου Καμηλάκη.
Πρωτοχρονιά ή αρχιχρονιά χαρακτηρίζεται η πρώτη ημέρα του ακολουθούμενου ημερολογιακού έτους. Κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο, που ακολουθεί ο Δυτικός κόσμος στη σύγχρονη εποχή, πρωτοχρονιά είναι η 1η Ιανουαρίου. Σ’ αυτό το κομβικό σημείο του χρόνου (χειμερινό ηλιοστάσιο), πέρασμα από το σκοτάδι στο φως, φορτωμένο με αρχέγονες μαγικοθρησκευτικές τελετουργίες, έχουν τοποθετηθεί συμβολικά δύο μεγάλες εορτές η Περιτομή και ονοματοθεσία του Ιησού και η μνήμη του ιεράρχη Μεγάλου Βασιλείου.
Για τους Ορθόδοξους χριστιανούς ο Άγιος Βασίλης είναι ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος γεννήθηκε και έζησε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και αφιέρωσε σχεδόν όλη του τη ζωή στη βοήθεια προς τον συνάνθρωπο. Θεωρείται στην παγκόσμια ιστορία ως ο εμπνευστής αλλά και πρώτος δημιουργός της οργανωμένης φιλανθρωπίας. Εικονογραφείται ψηλόλιγνος, με μαύρα μάτια και γένια, αφού πέθανε σε ηλικία 50 ετών. Αλλά και ο Άγιος Νικόλαος στην Ορθόδοξη παράδοση αγιογραφείται ως ισχνός γέροντας.
Ο Βασίλειος Καισαρείας, γνωστότερος ως Μέγας Βασίλειος ή Άγιος Βασίλειος, Πατέρας της Εκκλησίας, επίσκοπος Καισαρείας, υπήρξε κορυφαίος θεολόγος του 4ου αιώνα και ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, που θεωρούνται προστάτες της παιδείας (θυμίζω την αναφορά του στους νέους: «όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων»). Η ανάγκη του για περαιτέρω μόρφωση τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στο γνωστό διδάσκαλο της εποχής Λιβάνιο και κατόπιν στην Αθήνα (352).
Ο Μ. Βασίλειος ανήκε σε πλούσια οικογένεια και η περιουσία του (η νόμιμη μοίρα του) ήταν μεγάλης οικονομικής αξίας. Ως επίσκοπος Καισαρείας ο Μέγας Βασίλειος έκτισε με δικά του χρήματα συγκρότημα φιλανθρωπικών και ευαγών ιδρυμάτων, το οποίο ονομάστηκε προς τιμήν του « Βασιλειάς». Το ίδρυμα αυτό περιελάμβανε πρωχοτροφεία (πτωχοκομεία), κινητά «λαϊκά συσσίτια», ορφανοτροφεία, γηροκομεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία και φαρμακεία τόσο στην Καισάρεια, όσο και στην υπόλοιπη επαρχία της Καππαδοκίας. Με παρρησία εκφώνησε δημόσια δύο περίφημους λόγους του, «Προς τους πλουτούντας» και τον «Εν λιμώ και αυχμώ», με τους οποίους καταδίκασε τους άφρονες πλουσίους της επισκοπής του, επειδή έκρυβαν τα τρόφιμα και τα χρήματα τους για να μην βοηθήσουν τον λαό, που πέθαινε έξω από τις θύρες των σπιτιών τους. Πέθανε την 31Δεκεμβρίου του 379 σε ηλικία 50 ετών. Ο θάνατός του βύθισε στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του, αλλά και όλο το χριστιανικό κόσμο της Ανατολής. Στην κηδεία του παραβρέθηκαν Ιουδαίοι, εθνικοί και άνθρωποι διαφόρων θρησκευτικών και εθνικών αποχρώσεων. Η παρακαταθήκη του υπήρξε το τεράστιο σε μέγεθος και σημασία θεολογικό – δογματικό του έργο και η ανθρωπιστική του δράση. Αποτελεί, λόγω και έργω, ουσιαστικά σύμβολο της λιτότητας και της ασκητικής ζωής.
Ο ορθόδοξος, λοιπόν, Άγιος Βασίλης δεν έχει σχέση με δώρα, χρήματα, ούτε με χιόνια και έλκηθρα. Αντίθετα, αυτά που κρατάει στα χέρια του είναι, η συμπόνοια για τον οδοιπόρο, τον φτωχό, το όνειρο των αγροτών για γράμματα, «χαρτί και καλαμάρι». Γίνεται ζευγολάτης, βοσκός, ξωμάχος, απλός άνθρωπος.
Στα κάλαντα της Κρήτης ακούμε:
Ταχιά ταχιά ειν’ αρχιμηνιά, ταχιά ειν’ αρχή του χρόνου,
ταχιά ειν’ όπου περπάτησε αφέντης μου στον κόσμο.
Και βγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες,
κι ο πρώτος που χαιρέτησε ήταν ο Αγιός Βασίλης.
– Ώρα καλή σου, Βασιλιό, τι σπέρνεις την ημέρα,
με το στραβό, με το κουτσό με το στεφανοκέρι;
– Σπέρνω κριθάρι δώδεκα και στάρι δεκαπέντε,
ταγί και ρόβι δεκαοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο.
Πατρίδα του θεωρείται η βιβλική Καισάρεια, το σημερινό Kayseri της Τουρκίας. Ο δικός μας Άγιος Βασίλης είναι πεζοπόρος, κρατά στα χέρια του ένα ραβδί, συζητά με όλους τους ανθρώπους στο δρόμο και εύχεται καλοτυχία και καλή χρονιά στον κόσμο. Δε φέρνει δώρα, αλλά την καλοχρονιά. Η 1η Ιανουαρίου, η μέρα του ενταφιασμού του, γίνεται πέρασμα προς τη νέα χρονιά την οποία ευλογεί με την παρουσία του. Η ελληνική παράδοση θεωρεί ότι ο Άγιος Βασίλης είναι εκείνος που φέρνει καλοτυχία.
Στη Δύση το πρόσωπο του Αγίου Βασιλείου έχει ταυτιστεί με την ιστορία του Αγίου Νικολάου που διακρίνεται επίσης για τη γενναιοδωρία του. Στην ιστορία του Αγίου Νικολάου οι βόρειοι λαοί έχουν προσθέσει στοιχεία των δικών τους παραδόσεων (τάρανδοι, έλκηθρο, άστρο του Βορρά, μεγάλες κάλτσες κ.λπ.).
Στην Ελλάδα η εικόνα του ροδαλού Saint Nicolas ήρθε τις δεκαετίες του 50 και του ’60, μέσα από καρτ-ποστάλ από ομογενείς που ζούσαν στην Αμερική, αλλά και διαφημίσεις, και σύντομα πήρε θέση στο ελληνικό Δωδεκαήμερο, όπου όμως ταυτίζεται με τον Άι Βασίλη.
Οι Ολλανδοί πίστευαν ότι ο Σιντ-Νικολάας κάθε χρόνο στην μεγάλη γιορτή του, 6 Δεκεμβρίου, φορώντας άμφια και ένα κωνικό επισκοπικό καπέλο, περιδιάβαινε τους δρόμους επάνω στο γαϊδουράκι του και μοίραζε δώρα στα παιδιά. Από εκείνα τα χρόνια, την περίοδο του Μεσαίωνα, τα παιδιά άφηναν γάλα και μπισκότα για τον Άγιο, και έβαζαν στα παραδοσιακά ξύλινα ολλανδικά παπούτσια τους άχυρο για το γαϊδουράκι του. Την επόμενη μέρα διαπίστωναν πως το άχυρο είχε φαγωθεί και στη θέση του, ο Άγιος είχε αφήσει δώρα και λιχουδιές.
Για τους προτεστάντες της Βόρειας και Κεντρικής Γερμανίας είναι ο «Weihnachtsmann», ο «άνθρωπος των Χριστουγέννων», ενώ για τους Άγγλους είναι ο «πατέρας των Χριστουγέννων» (father of Christmas). Είναι επίσης ο «Σάντα Κλάους» (Άγιος Νικόλαος) των Άγγλων, ο «Περ Νοέλ» των Γάλλων, ο «Λαμ-Κουνγκ-Κουνγκ» (= «ο Καλός γερο-πατέρας») των Κινέζων, ο «Χοτέισο» των Ιαπώνων και «Babbo Natale» των Ιταλών. Στη Ρωσσία το ρόλο του Άι Βασίλη έχει ο Ded Moroz, ο «ο παγωμένος παππούς». Ο Ded Moroz, με τη πλούσια λευκή γενειάδα, φέρνει δώρα στα παιδιά τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς, συνοδευόμενος από την εγγονή και βοηθό του, την Snegurochka.
Ο ιερέας Κλέμεντ Κλαρκ Μουρ, Ολλανδός μετανάστης στη Ν. Υόρκη, έγραψε ένα ποίημα (1823). Εκεί περιέγραφε τον Άγιο Νικόλαο ως καλικάντζαρο, που έμπαινε στα σπίτια από την καμινάδα και ταξίδευε με ιπτάμενο έλκηθρο, που το έσερναν οχτώ τάρανδοι. Αρχικά, το ποίημα είχε τίτλο «A Visit from St. Nicholas» («Μια επίσκεψη από τον Άγιο Νικόλαο»). Σε αυτό η επίσκεψη του Άι Βασίλη τοποθετείται για πρώτη φορά την Παραμονή των Χριστουγέννων, ενώ στη θέση των ξύλινων παπουτσιών, ο Μουρ φαντάζεται πλεχτές κάλτσες κρεμασμένες στο τζάκι. Ταυτόχρονα, το βαγόνι μετατρέπεται σε μικρό έλκηθρο το οποίο σέρνουν τάρανδοι. Η εικόνα αυτή θα συνδεθεί με τον αστικό μύθο του Άι Βασίλη, που προέρχεται από τον Βορρά (πολύ πριν θεωρηθεί Φινλανδός από το Ροβανιέμι).
Το 1863, το περιοδικό Harper’s Weekly προσέλαβε έναν 21χρονο σκιτσογράφο, τον Τόμας Ναστ, προκειμένου να φτιάξει εμψυχωτικές εικόνες του Άη Βασίλη να επισκέπτεται Αμερικανούς στρατιώτες στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Σχεδίασε με επιτυχία έναν μεγαλόσωμο, ευτραφή άνδρα με λευκή γενειάδα και ροδαλά μάγουλα και κάπα σαν τη σημαία των ΗΠΑ.
Το 1902 ένα παιδικό βιβλίο με τίτλο «The Life and Adventures of Santa Claus» ξαναφέρνει στην επικαιρότητα το θέμα. Το 1915, μια εταιρία αναψυκτικών, η White Rock Beverages, χρησιμοποίησε την φιγούρα του Santa Claus για να πουλήσει μεταλλικό νερό, και το 1923 τζίντζερ-έιλ.
Οι θρύλοι γύρω από το πρόσωπο του Santa Claus πλήθαιναν, καθώς όλοι οι λαοί του κόσμου είχαν στις παραδόσεις τους ανάλογες μορφές, και όλοι ήθελαν να μάθουν πού μένει, αυτός ο νέος, συμπαθής γέροντας, που φέρνει δώρα σε μικρούς και μεγάλους μέσα στον χειμώνα. Η δημιουργικότητα των εμπορικών διαφημιστών έδρασε και το οι εφημερίδες αποκάλυψαν ότι ο Αϊ-Βασίλης μένει στη Λαπωνία. Ο γκρι τάρανδος είναι, άλλωστε, το εθνικό ζώο της Λαπωνίας. Το μυστικό αποκαλύφθηκε σε εκπομπή του φινλανδικού ραδιοφώνου του 1927: ο Santa Claus μένει στο Κορβατουντούρι από τα τέλη του 19ου αιώνα. Έτσι γεννήθηκε ο νέος ευρωπαϊκός μύθος.
Το 1931 η γνωστή αμερικάνικη εταιρεία αναψυκτικών Coca-Cola παρουσίασε τον Άι-Βασίλη με πρωτοχρονιάτικα δώρα τα προϊόντα της εταιρείας στα χρώματά της. Η διαφήμιση αυτή υπήρξε εμπορικά τόσο επιτυχής που έμελλε να γίνει σήμα δημοτικότητάς της ανά τον κόσμο. Η μακρόχρονη χρήση του σε διαφημίσεις της Coca-Cola παγίωσε την εμφάνισή του και ειδικά τα κόκκινα ρούχα, αλλά οπωσδήποτε δεν ήταν δική της εφεύρεση.
Στη Δύση, λοιπόν, το πρόσωπο του Άι Βασίλη έχει ταυτιστεί με την ιστορία του Αγίου Νικολάου, που διακρινόταν επίσης για τη φιλανθρωπία και γενναιοδωρία του.
Και οι δύο εκδοχές στην πραγματική τους βάση, που είναι οι παραδόσεις των λαών του κόσμου, έχουν ως κοινή συνισταμένη την ανάγκη της επικοινωνίας, της φιλανθρωπίας, των δώρων στα μικρά παιδιά τις ιερές ημέρες των εορτών. Όταν ήρθε η διαφήμιση και το εμπορικό κέρδος, ανθρώπινη συνήθεια κι αυτή, ο ασκητικός, αυστηρός γενειοφόρος άγιος από την Καππαδοκία, ο δικός μας Άι Βασίλης, που περνάει δίπλα μας με την αθόρυβη φιλανθρωπία του, αλλά και ο καλοκάγαθος Santa Claus, που γέμιζε δώρα τα ξυλοπάπουτσα των παιδιών στην Ολλανδία, ή ακόμη κατέβαινε σαν παγανό από τις καμινάδες της Ν. Υόρκης, υποχώρησε μπροστά στον κοκκινοφορεμένο, εντυπωσιακό δυτικό Σάντα Κλάους, που αδειάζει τους κουμπαράδες και τις βιτρίνες των παιχνιδάδικων για να προσφέρει λίγη χαρά στα παιδιά του κόσμου, τα μόνα που ακόμη πιστεύουν ότι μπορεί και να υπάρχει…
Η βασιλόπιτα
Tο έθιμο της βασιλόπιτας υπάρχει σε όλο τον ελληνικό χώρο. Οι εορταστικοί άρτοι (ευετηρική προσφορά ή απαρχή) παρασκευάζονταν κατά τις αρχαίες ελληνικές γιορτές όπως και τα μειλίγματα (οι εξευμενιστικές προσφορές) προς τους νεκρούς και τα επίφοβα πνεύματα. Το μοίρασμα της πίτας γίνεται για το καλό της χρονιάς, για την καλή τύχη του σπιτιού και για την ευλογία του Αγίου Βασιλείου. Υπάρχουν και ιδιαίτερες παραδόσεις, λόγιας προέλευσης, όπως η σχετική με τον Άγιο Βασίλειο. Η παράδοση αυτή αγαπήθηκε πολύ από τους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας όπου ο Άγιος ήταν ιδιαίτερα οικείος. Όταν ο Άγιος Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο τότε Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε να εισπράξει φόρους. Οι φοβισμένοι κάτοικοι ακολουθώντας την προτροπή του Άγιου μάζεψαν ό,τι πολύτιμο είχαν και βγήκαν με το δεσπότη τους να προϋπαντήσουν τον έπαρχο. Ο Άγιος Βασίλειος με την πειθώ του και την εμφάνισή του έπεισε τον έπαρχο να μην πάρει τα τιμαλφή τον κατοίκων. Έτσι ανέκυψε το πρόβλημα της επιστροφής των δώρων στους ιδιοκτήτες τους. Ο Άγιος σκέφτηκε και προέτρεψε τους κατοίκους να παρασκευάσουν μικρές πίτες και έβαλε μέσα σε κάθε μια ένα αντικείμενο. Με θαυματουργό τρόπο καθένας πήρε ό,τι είχε προσφέρει. Από τότε στη γιορτή του Αγίου φτιάχνουμε πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα.
Η βασιλόπιττα (κουλούρα) παρασκευαζόταν παραδοσιακά όπως και σήμερα σε όλη την Ελλάδα. Είτε έφτιαχναν χωριστά τη μαντική πίτα από τον εορταστικό άρτο είτε τα συνδύαζαν. Στη Θεσσαλία για παράδειγμα έφτιαχναν μια πίτα με φύλλα. Έβαζαν μέσα ένα κέρμα, κλήμα, τριφύλλι, καλαμπόκι, σιτάρι, φασόλι και άχυρο σύμβολα της κύριας ασχολίας των μελών της οικογένειας. Π.χ. ο αμπελουργός έβαζε μικρό κομμάτι από κλίμα, ο γεωργός σιτάρι ή άχυρο κ.λπ.
Το μεσημέρι ύστερα από το φαγητό ο πατέρας ή ο μεγαλύτερος την έκοβε με τελετουργικό τρόπο. Μερίδιο είχαν όλα τα μέλη, κατά σειράν ηλικίας, καθώς και οι ξενιτεμένοι, οι φιλοξενούμενοι, το σπίτι. Σε πολλές περιοχές κόβεται πρώτο το κομμάτι του Χριστού, δεύτερο της Παναγίας τρίτο του αι Βασίλη και ακολουθούν τα μέλη της οικογένειας. Ο πατέρας γύριζε την πίτα πάνω στο τραπέζι ώστε το τυχερό του καθενός να έρθει μπροστά του. Όταν έπαιρνε το κομμάτι του το παιδί φιλούσε το χέρι του γονέα. Το κέρμα έφερνε λεφτά, το κλήμα κρασιά, το τριφύλλι πρόβατα κ.ο.κ. Επίσης πίστευαν ότι ανάλογα με το είδος του φυτού που έβρισκε το κάθε μέλος της οικογένειας θα έπρεπε να μεριμνά ιδιαίτερα για την συγκεκριμένη καλλιέργεια κατά την διάρκεια της νέας χρονιάς.
Η βασιλόπιτα στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία κ.α. είναι τυρόπιττα ή κρεατόπιτα, ενώ στους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία γλύκισμα ή γλυκό ψωμί ζυμωμένο με διάφορα μυρωδικά. Οι Σαρακατσάνοι έφτιαχναν την πίτα το πρωί της παραμονής ανακατώνοντας μέσα στο ζυμάρι γάλα, βούτυρο και μέλι ή ζάχαρη και την έτρωγαν ανήμερα του Αγίου Βασιλείου για να πάει καλά η χρονιά.
Στο αστικό πλαίσιο εμφανίζεται και το κομμάτι του φτωχού. Η πίτα είναι γλύκισμα. Από τις αρχές του 20ου αιώνα η κοπή της πίτας αρχίζει να γίνεται και στα Σωματεία, τα Ιδρύματα και τους οργανισμούς καθ’ όλη τη διάρκεια του Ιανουαρίου. Σήμερα είναι πλέον μια καθιερωμένη εορταστική εκδήλωση στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας.
* Η κα. Πολυμέρου Καμηλάκη είναι πρώην Διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Μέλος της Εθνικής Επιτροπής Ελλάδα 2021 και της Επιστημονικής Εταιρείας Εγκυκλοπαιδιστών Ελαιοκομίας (4Ε).