Η χθεσινή φωτιά στην Β.Α. Αττική, δυστυχώς, έκανε για μια ακόμη φορά επίκαιρο ένα παλαιότερο άρθρο της Επιστημονικής Εταιρείας Εγκυκλοπαιδιστών Ελαιοκομίας (4Ε). Κάποιοι άνθρωποι καίνε, κάποιοι ελαιοπαραγωγοί πρέπει να προστατεύσουν τις περιουσίες τους, η Πολιτεία καλείται να αναλάβει τις δικές της ευθύνες σε ό,τι αφορά το τρίπτυχο: πρόληψη, κατάσβεση, αποζημίωση.
Να τι έλεγε η 4Ε πριν τρία χρόνια.
Με αφορμή τις πρόσφατες πυρκαγιές στη χώρα μας και τις μεγάλες ζημιές που προκάλεσαν στους ελαιώνες, η Επιστημονική Εταιρεία Εγκυκλοπαιδιστών Ελαιοκομίας (4Ε) επισημαίνει σημαντικά στοιχεία για τον τρόπο μεταχείρισης των εδαφών, των καμένων ελαιόδεντρων και την άμεση αποζημίωση των πληγέντων ελαιοπαραγωγών.
Η ελιά είναι γνωστό ότι έχει μεγάλη ικανότητα αναβλάστησης και ανανέωσης ή και αναγέννησης από τους βλαστούς, τους βραχίονες, τον κορμό ή ακόμη και από τους γόγγρους και το ριζικό σύστημα. Οι παραγωγοί θα πρέπει να δείξουν αυτοσυγκράτηση και να περιμένουν την ένδειξη αναβλάστησης ή όχι των δένδρων.
Η αναβλάστηση μπορεί να ξεκινήσει από το φθινόπωρο αλλά να ολοκληρωθεί την ερχόμενη άνοιξη ή ακόμη και το ερχόμενο καλοκαίρι.
Για παράδειγμα στις πυρκαγιές του 2007, η εμπειρία έδειξε ότι η αναβλάστηση από το έδαφος καμένων δένδρων στην Ηλεία ξεκίνησε περίπου 15-20 ημέρες μετά τη σοβαρή ζημιά τους από τη φωτιά. Η αναβλάστηση όμως στο υπέργειο μέρος των δένδρων ξεκίνησε πολύ αργότερα (αρχές άνοιξης) και συνεχίστηκε μέχρι και αρχές καλοκαιριού. Επομένως, θα πρέπει να γίνει συστηματική παρακολούθηση της αναβλάστησης μέχρι την ολοκλήρωσή της πριν να ληφθούν αποφάσεις για τον τρόπο αποκατάστασης των καμένων δένδρων.
Προτάσεις
Με βάση τα παραπάνω και την εμπειρία της αποκατάστασης των καμένων ελαιώνων το 2007 και την μελέτη του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών προτείνονται τα ακόλουθα:
Οι παραγωγοί δεν πρέπει να βιαστούν και να εφαρμόσουν κλαδέματα, οργώματα ή ακόμη χειρότεραεκρίζωση των δέντρων μέχρι τις αρχές της ερχόμενης άνοιξης. Το φθινόπωρο και το χειμώνα προέχει η προστασία του εδάφους. Το πρώιμο φθινοπωρινό όργωμα και η εκρίζωση των ελιών θα προκαλέσει έντονη διάβρωση των εδαφών με τις πρώτες φθινοπωρινές μπόρες. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτών θα είναι η ολοκλήρωση της καταστροφής των πυρκαγιών, ενώ ταυτόχρονα θα μεγεθύνει και τις ζημιές από τις πλημμύρες στις περιοχές αυτές.
Το ριζικό σύστημα των δέντρων θα βοηθήσει στην αποφυγή διαβρώσεων και τη συγκράτηση του επιφανειακού εδάφους που είναι πολύτιμο για τις ελιές και τις καλλιέργειες γενικότερα. Η κόμη των δέντρων, αυτών που δεν έχουν καεί ολοσχερώς, θα βοηθήσει στο μετριασμό των αρνητικών επιδράσεων της βροχής στις καμένες εκτάσεις.
Τονίζεται ακόμη ότι τα δέντρα και ιδιαίτερα η ελιά μπορούν εύκολα να ανανεωθούν ή αναγεννηθούν μέσα σε λίγα χρόνια, το έδαφος όμως που αποτελεί ένα εθνικό κεφάλαιο, αν χαθεί δύσκολα θα δημιουργηθεί ξανά. Ακόμη και τα καμένα αιωνόβια δένδρα ελιάς στις Ροβιές Εύβοιας, όπως η υπερ-αιωνόβια ελιά «Νύμφη», υπάρχει πιθανότητα να αναβλαστήσουν αρκεί να προστατευτούν.
Μία ήπιου χαρακτήρα παρέμβαση που μπορούν να κάνουν οι παραγωγοί, όπου είναι εφικτό, είναι η σπορά φθινοπωρινών φυτών κύρια ψυχανθών μετά τις πρώτες βροχές που θα συμβάλλουν στην αποφυγή της διάβρωσης των εδαφών και την αύξηση της οργανικής ουσίας και του αζώτου στο έδαφος.
Οι εκτιμήσεις μας είναι ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των καμένων ελαιόδεντρων θα αναβλαστήσει είτε από το υπέργειο μέρος (βλαστούς, βραχίονες, κορμό) είτε από το υπόγειο μέρος του τις ρίζες. Το 2007, για παράδειγμα στην Ηλεία, το 90% των ελαιόδενδρων αναβλάστησε και μόνο το 10% περίπου κάηκε ολοσχερώς και εκριζώθηκαν τα καμένα δένδρα.
δεν θα έχουν παραγωγή για τουλάχιστον 2 έως και 7 χρόνια. |
Ο βαθμός της ζημιάς δεν θα είναι ίδιος σε όλα τα καμένα ελαιόδενδρα γιατί η ζημιά επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Για τους λόγους αυτούς προτείνεται να γίνει προσεκτική εξέταση των δέντρων, από ειδικούς γεωπόνους σε συνεργασία με τους παραγωγούς και τοπικούς γεωπόνους στο τέλος χειμώνα αρχές άνοιξης, ώστε να προσδιοριστεί ο βαθμός της ζημιάς των δέντρων.
Επομένως και η διαχείριση των καμένων δένδρων θα διαφέρει ανάλογα με το βαθμό της ζημιάς, την περιοχή και άλλους εδαφοκλιματικούς παράγοντες. Στη συνέχεια θα δοθούν οι κατάλληλες οδηγίες στους παραγωγούς για τη σωστη και αποτελεσματική αποκατάστση των δέντρων. Βασικά κριτήρια για τη διάκριση των ζημιών εκτός των καμένων φύλλων και βλαστών είναι σχισίματα και αποκολλήσεις φλοιού, αλλαγή χρώματος και αλλοιώσεις των ιστών, όπως αυτό του καμβίου (σκούρο ή μαύρο χρώμα του φλοιού και του ξύλου μετά από ανασήκωμα του φλοιού).
Αποζημιώσεις
Για την σωστή διαχείριση του όλου συστήματος θα χρειαστούν δαπάνες για την διασφάλιση των κοινών αγαθών (έδαφος, άνθρακας που βασικά είναι συγκεντρωμένος στα επιφανειακά στρώματα του εδάφους), και συγκράτηση του νερού των βροχών από το έδαφος. Τονίζεται επίσης ότι οι ελαιοπαραγωγοί, ανάλογα με το βαθμό της ζημιάς των δένδρων και την ποικιλία, δεν θα έχουν παραγωγή για τουλάχιστον 2 έως και 7 χρόνια.
Είναι επομένως χρέος της πολιτείας να αναγνωρίσει όχι μόνο την οικονομική ζημιά των παραγωγών από την ανηρτημένη παραγωγή και το φυτικό κεφάλαιο, αλλά και τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι ελαιοπαραγωγοί για τη διαφύλαξη του όλου οικοσυστήματος.
Προτείνεται τέλος να εκπονηθούν μελέτες για την κάθε περιοχή ξεχωριστά από ειδικούς γεωτεχνικούς και περιβαντολόγους ώστε να προσδιοριστεί ο βαθμός ζημιάς των δένδρων και να προταθεί ο σωστός τρόπος αποκατάστασης των ελαιώνων που επλήγησαν.
Οι μελέτες αυτές θα πρέπει να ενταχθούν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μελετών για την αποκατάσταση και ανασυγκρότηση των πυρόπληκτων περιοχών.