Παρέμβαση υπέρ των ισπανών ελαιοπαραγωγών άσκησε πρόσφατα ο ισπανικός εκδοτικός οργανισμός Olimerca. Σε άρθρο που δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του, περιγράφει μια κατάσταση που δείχνει αδυναμία της Ισπανίας να καθορίσει τις τάσεις στις τιμές παραγωγού του ελαιολάδου, κάτι που, όπως τουλάχιστον υποστηρίζεται στο ίδιο άρθρο, συμβαίνει στις άλλες χώρες που ανταγωνίζονται την Ισπανία στο ελαιόλαδο (Ιταλία, Ελλάδα, Τυνησία).
«Είμαστε οι φθηνότεροι στη Μεσόγειο», λένε οι Ισπανοί συντάκτες του άρθρου και σημειώνουν: «Φαίνεται ακατανόητο, αλλά παρά το γεγονός ότι η Ισπανία ηγείται της παραγωγής και του παγκόσμιου εμπορίου, εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στο κάτω μέρος της λίστας όσον αφορά τον καθορισμό της τάσης στις τιμές του ελαιολάδου στην πηγή».
ΔΙΑΛΟΓΟΣ: μήπως, η απάντηση βρίσκεται σε μία σταθερή πολιτική της Ισπανίας εδώ και 40 τουλάχιστον χρόνια; |
«Στην Ισπανία δεν είμαστε σε θέση να διατηρήσουμε μια στρατηγική σύμφωνη με τις ανταγωνιστικές χώρες της περιοχής της Μεσογείου. Αν δεν υπάρχει ελαιόλαδο στην Ισπανία, την Ιταλία, την Ελλάδα ή την Τυνησία, γιατί στη χώρα μας τα ελαιόλαδά μας να έχουν χαμηλότερη τιμή από τις υπόλοιπες χώρες;», αναρωτιέται ο συντάκτης.
Διαβάστε στο olivenews.gr για τις τρέχουσες τάσεις των τιμών στην αγορά ελαιολάδου στο πρόσφατο «Παρατηρητήριο Τιμών Ελαιολάδου και Επιτραπέζιας Ελιάς»
ΔΙΑΛΟΓΟΣ. Ενδιαφέρον το άρθρο και το ρητορικό ερώτημα. Κατ΄αρχήν τα ισπανικά ελαιόλαδα ΔΕΝ είναι τα φθηνότερα. Είναι διαχρονικά σε σύγκριση με της Ιταλίας, όχι όμως με της Τυνησίας, της Πορτογαλίας, ενώ με την Ελλάδα διακυμαίνονται. Μήπως, λέω μήπως, η απάντηση βρίσκεται σε μία σταθερή πολιτική της Ισπανίας εδώ και 40 τουλάχιστον χρόνια; Δηλαδή, μειώνουμε το κόστος σε όλη την αλυσίδα αξίας ώστε να είμαστε εμπορικά ανταγωνιστικοί, αξιοποιούμε τις κοινοτικές επιδοτήσεις, αυξάνουμε τις παραγόμενες ποσότητες ώστε να ελέγχουμε τις ροές πρώτης ύλης, κατακτάμε τις αγορές εκμεταλλευόμενοι τα χαμηλά περιθώρια κέρδους και αργά, σταδιακά, κατακτάμε τον κόσμο; Βλέπε και το σχετικό κεφάλαιο στην Εγκυκλοπαίδεια Ελαιοκομίας (σελ. 596-608) της κυρίας Δήμητρας Αλιέως. (Β.Ζ.)